- περιεκτικός
- -ή, -ό / περιεκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [περιέχω]1. αυτός που περιέχει πολλά, αυτός που περιλαμβάνει πολλά (α. «βιβλίο περιεκτικό πολλών διδαγμάτων» β. «θυλάκια περιεκτικὰ σπερματίων»)2. φρ. «περιεκτικά ονόματα» — παράγωγα ουσιαστικά που σημαίνουν τον τόπο στον οποίο υπάρχει πλήθος προσώπων, ζώων ή αντικειμένων τα οποία δηλώνονται από την πρωτότυπη λέξη, όπως λ.χ. στρατώνας, ἐλαιών / ελαιώνας, μυρμηκιά / μυρμηγκιά, ῥοδωνιά, καλαμιώνας, ή το σύνολο ομοειδών πραγμάτων, όπως λ.χ. στρατιά, ψαριά)νεοελλ.(για λόγο, άρθρο, βιβλίο) αυτός που περιέχει πολλά νοήματα χωρίς πολυλογίες, πυκνός σε νοήματα και σκέψεις («ο λόγος τού προέδρου τής Δημοκρατίας ήταν πολύ περιεκτικός)(μσν.-αρχ.)αυτός που περιβάλλει, που περιέχει τα πάντα («τὸν πάντων περιεκτικώτατον»)αρχ.1. αυτός που κρατάει τα χρήματά του για τον εαυτό του, ο οικονόμος, ο φειδωλός2. φρ. «περιεκτικὸν ῥῆμα» — το ρήμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με ενεργητική και με παθητική σημασία, όπως λ.χ. βιάζομαί τινα / βιάζομαι ὑπό τινος.επίρρ...περιεκτικώς / περιεκτικῶς, ΝΜΑ, και περιεκτικά Νμε περιεκτικό τρόποαρχ.περιληπτικά, συνοπτικά, σε συντομία, βραχυλογικώς.
Dictionary of Greek. 2013.